- αἰδέσιμος
- αἰδέσιμοςto be ashamedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο … Dictionary of Greek
Βέδας ο αιδέσιμος — (Baeda ή Bede Venerabilis, Γιάρμαουθ, Νορθάμπτον 672/3 – Τζέροου 735 μ.Χ.). Άγγλος λόγιος, ένας από τους μεγαλύτερους του απώτερου Μεσαίωνα και θεμελιωτής του αγγλοσαξονικού χριστιανικού πολιτισμού, άγιος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ανάλωσε… … Dictionary of Greek
αἰδεσιμώτερον — αἰδέσιμος to be ashamed masc acc comp sg αἰδέσιμος to be ashamed neut nom/voc/acc comp sg αἰδέσιμος to be ashamed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεσιμωτάτων — αἰδέσιμος to be ashamed fem gen superl pl αἰδέσιμος to be ashamed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεσιμώτατον — αἰδέσιμος to be ashamed masc acc superl sg αἰδέσιμος to be ashamed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεσίμως — αἰδέσιμος to be ashamed adverbial αἰδέσιμος to be ashamed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδέσιμον — αἰδέσιμος to be ashamed masc/fem acc sg αἰδέσιμος to be ashamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεσιμωτάτη — αἰδέσιμος to be ashamed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεσιμωτάτην — αἰδέσιμος to be ashamed fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεσιμωτάτοις — αἰδέσιμος to be ashamed masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)